- παρυπομιμνήσκω
- παρ-υπο-μιμνήσκω, beiläufig erinnern, erwähnen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρυπομιμνήσκω — Α [υπομιμνήσκω] υπομιμνήσκω παρεμπιπτόντως, υπενθυμίζω επ ευκαιρία … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek
παρυπόμνησις — ήσεως, ἡ, Α [παρυπομιμνήσκω] υπόμνηση επ ευκαιρία … Dictionary of Greek